ὀνυμάζω

From LSJ
Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

German (Pape)

[Seite 350] äol. = ὀνομάζω; ὠνύμαξε Κένταυρον, Pind. P. 2, 44; auch med., ὀνυμάξομαι, 7, 6.

English (Slater)

ὀνῠμάζω (impf. ὀνύμαζε v. l.: aor. ὀνύμαξεν, ὠνύμασεν: med. fut. pro act., ὀνυμάξεαι: pass. aor. ὀνύμασθεν.)
   1name κτισσάσθαν λίθινον γόνον· λαοὶ δ' ὀνύμασθεν (O. 9.46) τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον (ὀνύμαξε v. l.: v. Fraenkel on Ag. 681) (P. 2.44) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; (Boeckh: ὀνυμάξαι codd.: ὀνυμάξομαι byz. et Σ, ut vid.) (P. 7.6) θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας, Ἰσμήνιον δ ὀνύμαξεν (P. 11.6) ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (Mommsen: ὠνόμασε(ν)) (P. 12.23)