ἀπολινόω
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
tie up with a thread, of surgeons, Paul.Aeg.6.5.
Spanish (DGE)
cirug. suturar τὸ γυμνωθέν Paul.Aeg.6.5.
German (Pape)
[Seite 312] mit einem Faden unterbinden, abbinden, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολῐνόω: δένω διὰ νήματος, λέξ. ἰατρικ., Λέων ἐν Ἀνεκδ. Ἰατρ. Ἔρμεριν σ. 133.
Greek Monolingual
ἀπολινῶ (ἀπολινόω) (Α) λίνον
δένω με λινό νήμα, περιδένω αιμοφόρο αγγείο.