κυπαρίσσινος

Revision as of 13:51, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Att. κυπαρίττινος, η, ον, of cypress wood, σταθμός Od.17.340; μέλαθρον Pi. P.5.39; λάρνακες Th.2.34; μνῆμαι Pl.Lg.741c; ξυλεία Plb.10.27.10; also, made from the cypress or drawn from the cypress, κυπαρίσσινος οἶνος Dsc.5.36; ῥητίνη Gal. 13.589.

German (Pape)

[Seite 1534] att. κυπαρίττινος, von Cypressenholz gemacht; σταθμός Od. 17, 340; μέλαθρον Pind. P. 5, 52; λάρνακες Thuc. 2, 34; μνῆμαι, auf Cypressenholz geschrieben, Plat. Legg. V, 741 c; ξυλεία Pol. 10, 27, 10.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
att. κυπαρίττινος;
de cyprès.
Étymologie: κυπάρισσος.

Russian (Dvoretsky)

κῠπᾰρίσσῐνος: атт. κῠπᾰρίττῐνος 3
1 кипарисовый (σταθμοί Hom.; μέλαθρον Pind.; ξόανον Plut.);
2 вырезанный на кипарисовом дереве (μνῆμαι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠπᾰρίσσῐνος: Ἀττ. -ίττῐνος, η, ον, ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, σταθμοὶ Ὀδ. Ρ. 340· μέλαθρον Πινδ. Π. 5. 51· λάρναξ Θουκ. 2. 34.

English (Autenrieth)

of cypress wood, Od. 17.340†.

English (Slater)

κῠπᾰρίσσῐνος of cypress wood σφ (i. e. votive offerings) ἔχει κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν (P. 5.39)

Spanish

de ciprés

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κυπαρίσσινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. κυπαρίττινος, -ίνη, -ον)
κυπάρισσος
κυπαρισσένιος («λάρνακας κυπαρισσίνας», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει σε κυπαρίσσι ή εξάγεται από κυπαρίσσι («κυπαρισσίνη ρητίνη», Γαλ.)
αρχ.
(για ποτό) αυτό που έχει γίνει με κυπαρισσόμηλα ή με ρητίνη από κυπαρίσσι.

Greek Monotonic

κῠπᾰρίσσῐνος: Αττ. -ίττῐνος, , -ον, από ξύλο κυπαρισσιού, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.

Middle Liddell

of cypress-wood, Od., Thuc. [from κῠπάρισσος]

English (Woodhouse)

of cypress

Léxico de magia

-ον de ciprés ref. a leños para una ofrenda ἀναπήξας μέσον τοῦ οἴκου βωμὸν γέϊνον καὶ ξύλα κυπαρίσσινα coloca en medio de la habitación un altar de barro y leños de ciprés P XIII 8 παράθες εἰς τὴν θυσίαν ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀποβαλσάμινα prepara para la ofrenda leños de ciprés o del árbol del bálsamo P XIII 364

Lexicon Thucydideum

cupressinus, of cypress, 2.34.3.