Ἀμφικτυονικός

From LSJ
Revision as of 15:22, 4 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀμφικτυονικός Medium diacritics: Ἀμφικτυονικός Low diacritics: Αμφικτυονικός Capitals: ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Amphiktyonikós Transliteration B: Amphiktyonikos Transliteration C: Amfiktyonikos Beta Code: *)amfiktuoniko/s

English (LSJ)

Ἀμφικτυονική, Ἀμφικτυονικόν, Amphictyonic, belonging to the Amphictyons or their League, Ἀμφικτυονικαὶ δίκαι = trials in the court of Amphictyons, D.18.322: ἱερά offerings made at their meeting, Lexap.eund. 23.37; ἀμφικτυονικὸς πόλεμος D.18.143; τὰ χρήματα τὰ Ἀμφικτυονικά IG2.545.6; Ἀμφικτυονικὸν ἔγκλημα IG12(5).526.4 (Ceos, iii B. C.).

Spanish (DGE)

ἀμφικτυονική, ἀμφικτυονικόν
• Grafía: tb. c. mayúscula
anfictiónico, relativo a la anfictionía ἱερά sacrificios celebrados cuando se reúne su consejo Ley en D.23.37, ἀμφικτυονικὸν συνέδριον = consejo anfictiónico Plu.Them.20, Cim.8, ἀμφικτυονικὸς πόλεμος = guerra votada por la asamblea anfictiónica D.18.143, νόμοι D.H.4.25.3, ἀμφικτυονικὴ ἀγορά Scymn.601, ἀμφικτυονικὸν σύστημα Str.9.3.7, σύνοδος D.H.4.25.3, ἀμφικτυονικὸς λόγος Sud.s.u. Ἰσοκράτης (graf. Ἀμφικτυωνικός) y Φιλίσκος, ἀμφικτυονικὰ χρήματα = el tesoro de la liga anfictiónica, IG 22.1126.6 (IV a.C.)
subst. τὸ Ἀμφικτυονικόν = la asamblea anfictiónica, IG 12(5).526.4 (Ceos III a.C.), Str.9.2.33.

French (Bailly abrégé)

Ἀμφικτιονικός. postér. Ἀμφικτυονικός;
ή, όν :
des Amphictions, amphictionique.
Étymologie: Ἀμφικτίονες.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας ἢ εἰς τὸν σύνδεσμον αὐτῶν, Ἀμφ. δίκαι, αἱ ἐν τῷ συνεδρίῳ αὐτῶν δίκαι, Δημ. 331. 29· ἱερὰ Ἀμφ., προσφοραὶ ἢ θυσίαι γινόμεναι κατὰ τὴν σύνοδον τῶν Ἀμφικτυόνων, Νόμ. παρὰ Δημοσθ. 632. 1· πόλεμος Ἀμφ. Δημ. 275. 20· τὰ χρήματα τὰ Ἀμφ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 7, πρβλ. 26· Ἀμφ. ἔγκλημα 2350. 4.

Greek Monotonic

Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, Αμφικτυονικός, αυτός που ανήκει στους Αμφικτύονες, σε Δημ.

Translations