ἰάχημα
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ατος, τό,
A cry, shout: hissing of a serpent, E.HF884 (lyr., pl.); sound of an instrument, ῥόπτρων AP6.165 (Phalaec.).
German (Pape)
[Seite 1234] τό, Geschrei, Gejauchze, Getöse; ἰαχήματα χάλκεα ῥόπτρων Κορυβαντείων Phalaec. 3 (VI, 165). Bei Eur. I. A. 1045 u. Herc. Fur. 883 will Dindorf ἀχήμασι des Metrums wegen ändern.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάχημα: τό, (ἰᾰχέω) κραυγή, βοή, τὸ σύριγμα ὄφεως, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 883· ὁ ἦχος ὀργάνου, Ἀνθ. Π. 6. 165. - Πρβλ. ἤχημα.