ἀβόρβορος
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ἀβόρβορον, without filth, ψαλὶς στενὴν δ' ἔδυμεν ψαλίδα κοὐκ ἀβόρβορον = we entered a sewer, not free of mud S.Fr.367 (ἀβάρβαρος codd.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ]
no enfangado ψαλὶς οὐκ ἀβόρβορος S.Fr.367.
German (Pape)
[Seite 3] ohne Schmutz, v.l. für ἀβάρβαρος, Hopk. fr. 336.