χειρόπους
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ὁ, ἡ, χειρόπουν, τό, gen. -ποδος,
A = χειροπόδης, Poll.2.152.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, aufgesprungene od. aufgeborstene Füße habend, οἱ τοὺς πόδας κατεῤῥηγμένοι, Poll. 2, 152; Hesych. Vgl. χειροπόδης.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. χειροπόδης.