ἐμβολεύς

From LSJ
Revision as of 11:46, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβολεύς Medium diacritics: ἐμβολεύς Low diacritics: εμβολεύς Capitals: ΕΜΒΟΛΕΥΣ
Transliteration A: emboleús Transliteration B: emboleus Transliteration C: emvoleys Beta Code: e)mboleu/s

English (LSJ)

ἐμβολέως, ὁ,
A anything put in: piston, Hero Spir.1.28, cf. Hsch. s.v. κίουρος; peg, Anthem.pp.151,152 W.; dibble or stick for setting plants, AP6.21.6.
II model (usu. wooden) for metal fittings or stone-work, Ph.Bel.70.13, Hero Bel.96.5.

Spanish (DGE)

ἐμβολέως, ὁ
1 émbolo Hero Spir.1.28, cf. Hsch.s.u. κίουρος.
2 agr. instrumento plantador de plantones de hortalizas, almocafre, AP 6.21.
3 en óptica superficie de incidencia ἐσόπτρου Anthem.47.17.
4 modelo, molde, ξύλινος Ph.Bel.70.9, cf. Hero Bel.96.5.

German (Pape)

[Seite 806] ὁ, Alles, was hineingesteckt wird, Pflock, Pfropf, Sp.; κράμβης ἐμβ., = πάσσαλος, Ep. ad. 176 (VI, 21), das Holz, mit welchem beim Kohlpflanzen Löcher in die Erde gemacht werden.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
ce qu'on enfonce ou ce qui sert à enfoncer :
1 plantoir;
2 pieu, cheville;
3 forme, gabarit, mandrin.
Étymologie: ἐμβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβολεύς: εως adj. m с.-х. сажальный, служащий для приготовления ямок при посадке (πάσσαλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβολεύς: έως, ὁ, (ἐμβάλλω) πᾶν ὅ,τι ἐμβάλλεται εἴς τι, πάσσαλος, ἔμβολον, Ἥρων Πνευμ. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει κίουρος· ξύλον δι’ οὗ ἀνοίγονται ὀπαὶ εἰς τὸ ἔδαφος πρὸς φύτευσιν, φυτευτήριον, Ἀνθ. Π. 6. 21.

Greek Monolingual

ο
βλ. εμβολέας.

Greek Monotonic

ἐμβολεύς: -έως, ὁ (ἐμβάλλω), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. πάσσαλος, έμβολοσκαλιστήρι για την καλλιέργεια φυτών, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐμβολεύς, έως, ἐμβάλλω
anything put in: a dibble for setting plants, Anth.