κραδίας

From LSJ
Revision as of 11:18, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδίας Medium diacritics: κραδίας Low diacritics: κραδίας Capitals: ΚΡΑΔΙΑΣ
Transliteration A: kradías Transliteration B: kradias Transliteration C: kradias Beta Code: kradi/as

English (LSJ)

Ion. κραδίης, ου, ὁ, (κράδη)
A curdled with fig-juice, τυρός Hsch.
II κραδίας νόμος = air played on the flute while the φαρμακοί were whipped with fig-branches, Id.; ascribed to Mimnermus by Hippon.96.

German (Pape)

ὁ, von κράδη,
a τυρός, mit Feigenfast bereiteter Käse, Hesych.
b νόμος, eine alte Flötenweise, die man an dem Thargelienfeste denen spielte, die als Reinigungsopfer weggeführt und dabei mit Ruten aus Feigenzweigen gepeitscht wurden, Hesych.; vgl. Plut. music. 8.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰδίᾱς: ου adj. m фиговый: κραδίας νόμος Plut. фиговый напев (исполнявшийся на свирели во время праздника τὰ Θαργήλια).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, (κράδη) ὁ πηγνύμενος δι’ ὀποῦ τῆς κράδης, συκῆς, τυρὸς Ἡσύχ. ΙΙ. κρ. νόμος, ἀρχαῖον τι μέλος αὐλητικὸν παιζόμενον (καθ’ ἅ λέγει ὁ Ἡσύχ.), ἐνῷ οἱ ἐκπεμπόμενοι φαρμακοὶ ἐμαστιγοῦντο διὰ κλάδων συκῆς, Πλούτ. 2. 1133F· ἀλλ’ ἴδε Francke Καλλῖνον σ. 129.

Greek Monolingual

κραδίας, -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) κράδη
1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς
2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» — αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.