ἐγκρούω

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκρούω Medium diacritics: ἐγκρούω Low diacritics: εγκρούω Capitals: ΕΓΚΡΟΥΩ
Transliteration A: enkroúō Transliteration B: enkrouō Transliteration C: egkroyo Beta Code: e)gkrou/w

English (LSJ)

   A knock or hammer in, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.130; ἥλους εἰς τὰ ὑποδήματα Thphr.Char.4.13; strike, ἐγκρούουσα ποσσὶ λάλους πτέρυγας, of the locust, AP7.195.4 (Mel.).    II dance, Ar. Ra.374.

German (Pape)

[Seite 710] (s. κρούω), ein-, anschlagen, παττάλους Ar. Vesp. 130; εἰς τὰ ὑποδήματα ἥλους Theophr. Char. 4; ἀκρὶς – ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας, die Flügel an die Füße schlagend, Mel. 112 (VII, 195).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρούω: μέλλ. -σω, κτυπῶ μέσα, ἐμπήγω, καρφώνω, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφ. Σφ. 130· πλήττω, κτυπῶ, ἐγκρούουσα ποσσὶ πτέρυγας, περὶ τῆς ἀκρίδος, Ἀνθ. Π. 7. 195, 4. ΙΙ. ὀρχοῦμαι, ὡς τὸ ἐγκροτέω καὶ ἐγκατακρούω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 374.