φλογώδης
English (LSJ)
ες,
A like flame, fiery-hot, Arist.Mir.833a17, Mu.392a35, Luc.Anach.16, etc.: Comp., ἥλιος -έστερος ἑαυτοῦ Them. Or.10.134a: Sup., -έστατα θέρη Ph.2.226: of colour, fiery-red, D.S. 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. fiery heat, D.C.48.51. 2 of the effect of inflammation, fiery-red, Hp.Coac.614; τὸ φ. ἐν προσώπῳ ib.7. 3 metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.Po.2.41.
German (Pape)
[Seite 1292] ες, zsgz. = φλογοειδής; Hippocr.; Luc. Anach. 16.
Greek (Liddell-Scott)
φλογώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλογοειδής, ὅμοιος πρὸς φλόγα, πυρώδης, θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα φλογός, Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, πυρώδης θερμότης, Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, ἐρυθρός, κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ αὐτόθι 118.