σίδη

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίδη Medium diacritics: σίδη Low diacritics: σίδη Capitals: ΣΙΔΗ
Transliteration A: sídē Transliteration B: sidē Transliteration C: sidi Beta Code: si/dh

English (LSJ)

ἡ,= ῥόα,

   A pomegranate tree and fruit, Emp.80, Hp.Nat.Mul. 32, Ulc.11: Boeot. σίδα for Att. ῥόα, Epaminond. ap. Agatharch.Fr. Hist.8 J.; σιδέα, IG14.352 i 54 (Halaesa, pl.); σίβδα, Call.Lav.Pall. 28.    II a water-plant growing near Orchomenos in Boeotia, = νυμφαία, Thphr.HP 4.10.1, Nic.Th.887. [ῑ in signf. 1, ib.72,870, etc.; but ῐ in signf. 1, Emp. l.c., and in signf. 11, Nic.Th.887; cf. σίδιον, σιδόεις.]

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, auch σίβδη, 1) Granate, Granatapfel, Baum u. Frucht, malum punicum, dor. = ῥόα, ῥοιά; Sp., wie Nic. Th. 72. 870 Al. 489. 622 [ι]. – 2) eine böotische Wasserpflanze, bes. um Orchomenos, vielleicht nymphaea alba; Theophr.; Nic. Th. 887; Ath. XIV, 651. – [Ι kurz, wie in allen Ableitungen auch von σίδη 1.]

Greek (Liddell-Scott)

σίδη: ἡ, = ῥόα, δένδρον καὶ καρπὸς ῥοιᾶς, ἡ «ῥοδιὰ» καὶ τὸ «ῥῷδι» ἢ «ῥόϊδο», Ἐμπεδ. 287, Ἱππ., Νικ. (ἴδε κατωτ.)· σιδέα ἔν τινι Σικελ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5594)· σίβδα παρὰ Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 28. ΙΙ. ἔνυδρόν τι φυτὸν παρὰ τὸν Ὀρχομενὸν ἐν Βοιωτίᾳ, ἴσως τὸ Λατ. Nympheae alba, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1, κτλ. [ῑ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 72, 870, κτλ., καὶ οὕτως ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε σίδιον· ῐ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ, αὐτόθι 887]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Θεόφραστος (4, 11) φυτὸν ἕτερον τῆς ῥοιᾶς φησιν εἶναι τὴν σίδην, φύεσθαι δὲ ἐν τῷ Νείλῳ».