πέδον
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τό, (πούς)
A ground, earth, first in h.Cer.455 (πέδονδε is used in Hom.) : freq. in later Poetry, Pi.O.10.46, P.1.28, etc. ; χθονὸς π. A.Pr.1 ; γῆς π. Ar.Nu.573 (lyr.) ; π. κελεύθου στρωννύναι A.Ag. 909. 2 of a particular site, esp. of sacred ground (poet. and used only in sg.), Ζηνὸς εὐθαλὲς π., of Nemea, B.8.5 ; Κρισαῖον π. S. El.730 ; Αλοξίου π. A.Ch. 1036 ; Παλλάδος κλεινὸν π., i.e. the Acropolis, Ar.Pl.772 ; ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Eub. 10, cf. 66 ; πέδον c. gen. loci periphr. for the place itself, Εὐρώπης π. A.Pr.734 ; Λήμνου. S.Ph. 1464 (anap.), etc. 3 with a Prep., νεύειν ἐς π. Id.Ant.441 ; πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι, A.Fr.183, S.OT180 (lyr.). 4 πέδῳ on the ground, to earth, h. Cer. 455 ; πεσόντος αἵματος π. A.Ch.48 (lyr.), cf. Eu.263 (lyr.), 479, S.El.747 ; ῥίπτειν πέδῳ E.IA39 (anap.), cf. Or. 1433, 1440 (both lyr.) ; πέδῳ σκήψασα A.Pr.749 ; πέδοι shd. perh. be read for πέδῳ in Trag., as also for πέδον in the phrases πέδον πατεῖν, πέδον πατεῖσθαι, A.Ag. 1357, Ch.643 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 541] τό, der Boden, Erdboden, das Land; τὸ κύκλῳ πέδον, Pind. Ol. 11, 48; ἐν Αἴτνας κορυφαῖς καὶ πέδῳ, P. 1, 28; Tragg. oft, πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, Aesch. Ag. 883; ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών, Eum. 457; auch πέδον πατεῖν, zu Boden treten, Ag. 1330, vgl. τὸ μὴ θέμις γὰρ οὐ λὰξ πέδον πατούμενον, Ch. 643, nieder in den Staub getreten; πίπτοντες πέδῳ, Soph. El. 737 (vgl. ῥίπτεις πέδῳ πεύκην Eur. I. A. 39); wie πεδίον zur Umschreibung gebraucht, πέρσαι τὸ Δαρδάνου πέδον, Phil. 69; vgl. Eur. Hel. 2. 57; auch die Ebene, Soph. El. 720 u. einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πέδον: -ου, τό, (ἴδε ποὺς) τὸ ἔδαφος, ἡ γῆ, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 455 (πέδονδε ὅμως εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.)· ἀκολούθως συχν. παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἀνθ’ οὗ παρὰ πεζογράφοις κεῖται πεδίον, καὶ ὁ μόνος ἐν χρήσει τύπος ἐν τῷ πληθ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 585· χθονὸς π. Αἰσχύλ. Πρ. 1· κελεύθου στρωννύναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 909. 2) περὶ ἰδιαιτέρας τινὸς πεδιάδος (πρβλ. πεδίον Ι. 2), Κρισαῖον πέδον, παρὰ τοὺς Δελφούς, Σοφ. Ἠλ. 730· καλούμενον Λοξίου π. ὑπὸ τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 1036· ἐπὶ τῆς πεδιάδος τῆς Ἀττικῆς, Παλλάδος κλεινὸν π. Ἀριστοφ. Πλ. 772· ἁγνὸν ἐς Θήβης π. Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Μυσοῖς» 1· καὶ πέδον μετὰ γεν. τόπου συχν. εὕρηται ὡς περίφρασις αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος τοῦ τόπου, Εὐρώπης π. Αἰσχύλ. Πρ. 734· Λήμνου Σοφ. Φιλ. 1464, κτλ. 3) μετὰ προθ., νεύειν ἐς π. Σοφ. Ἀντ. 441· πρὸς πέδῳ βαλεῖν, κεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182, Σοφ. Ο. Τ. 180 - ἀκολούθως μόνον πέδῳ, πεσόντος αἵματος πέδῳ, κατὰ γῆς, εἰς τὸ ἔδαφος, Αἰσχύλ. Χο. 48 (πρβλ. Εὐμ. 263. 479), Σοφ. Ἠλ. 747· οὕτω, ῥίπτειν πέδῳ Εὐρ. Ι. Α. 39, πρβλ. Ὀρ. 1433, 1439· ἀλλὰ πιθαν. διορθωτέον πέδοι ἀντὶ πέδῳ ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ὡς καὶ ἀντὶ τοῦ πέδον ἐν ταῖς φράσεσι, πέδον πατεῖν, πέδον πατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Χο. 643· ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 749· - πρβλ. πεδόθεν, πέδονδε, πεδόσε.