φρεωρυχέω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A dig wells, Str.16.4.14, Plu.2.776e:—ludicrously, of a gnat, μ' ἐφρεωρύχει was sinking wells in me, Ar.Lys.1033 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1305] Brunnen graben, ein Brunnengräber sein, Plut. phil. c. princ. 1 M. Bei Ar. Lys. 1033 komisch von einer stechenden Mücke.
Greek (Liddell-Scott)
φρεωρῠχέω: ὀρύσσω, σκάπτω φρέατα, Στράβ. 773, Πλούτ. 2. 776D· ― ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1033, κωμικῶς ἐπὶ τῆς ἐμπίδος ἢ τοῦ κώνωπος, φρεωρυχεῖ με, ἀνοίγει φρέατα εἰς τὸ σῶμά μου.