παραλουργός
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
όν,
A = παραλουργής 1, χιτώνιον Plu.2.583e.
German (Pape)
[Seite 488] = παραλουργής, ἱμάτιον, Plut. de gen. Socr. 14.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰλουργός: -όν, = παραλουργής Ι, Πλούτ. 2. 583Ε.