στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: ἀνόρμητος | Medium diacritics: ἀνόρμητος | Low diacritics: ανόρμητος | Capitals: ΑΝΟΡΜΗΤΟΣ |
Transliteration A: anórmētos | Transliteration B: anormētos | Transliteration C: anormitos | Beta Code: a)no/rmhtos |
ον,
A impetuous, Erot. s.v. ἀνάσσυτος.
[Seite 241] erkl. Schol. Od. 12, 89 ὁ μὴ δυνάμενος ἀνοροῦσαι.
ἀνόρμητος: -ον, (ἀνορμάομαι) ὁρμητικός, Ἐρωτιαν. ΙΙ. (ἀνἀρνητ.) νωθρός, ἀδρανής, Βασίλ.