χρονικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or concerning time, temporal, opp. τοπικός, Plot.3.7.9; χ. ποίησις creation in time, Jul.Or.4.146b. Adv. -κῶς ib.145d, Prisc.Lyd.36.2, Dam.Pr. 404. II chronological, κανόνες Plu.Sol.27: τὰ χ. (sc. βιβλία) annals or chronology, Id.Them.27; αἱ χρονικαί (sc. γραφαί) D.H. 1.8; χ. σύνταξις D.S.13.103. III Gramm., χ. ἐπιρρήματα adverbs of time, A.D.Pron.15.24, cf. Sch.Il.Oxy.221i5; temporal, i.e. quantitative, παράγγελμα A.D.Pron.58.22; of the temporal augment, χ. αὐξήσεις Eust.72.45. Adv. -κῶς in respect of time, διαφέρειν A.D. Synt.209.23.
German (Pape)
[Seite 1377] von der Zeit, zur Zeit gehörig, die Zeit betreffend; κανόνες Plut. Sol. 27; dah. τὰ χρονικά, sc. βιβλία, Zeit- oder Geschichtsbücher, Them. 27 u. A. – Adv. χρονικῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὸν χρόνον, κανόνες Πλουτ. Σόλ. 27· - τὰ χρονικὰ (ἐξυπακ. βιβλία), ὡς καὶ νῦν, χρονικὰ ἢ (μᾶλλον) χρονολογία, ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 27· οὕτως, αἱ χρονικαὶ (ἐξυπακ. γραφαὶ) Διονύσ. Ἀλ. 1. 8. 2) παρὰ τοῖς γραμμ. ἐπὶ χρονικῆς αὐξήσεως, Εὐστ. 72. 48. - Ἐπιρρ. -κῶς, Α. Β, 1016.