ἄνδημα
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
poet. for ἀνάδημα (binding, bandage, crown).
Spanish (DGE)
v. ἀνάδημα.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀνάδημα.
English (Slater)
ἄνδημα head band met. ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον.) fr. 179.
German (Pape)
= ἀνάδημα, Pind. frg. 170.
Russian (Dvoretsky)
ἄνδημα: ατος τό Pind. = ἀνάδημα.