ἱδρωτήριον
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
τό, sudatorium, Glossaria: pl., ἱδρωτήρια = sudorifics, Paul.Aeg.3.74.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρωτήριον: τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ μέρος τοῦ λουτρῶνος ἔνθα ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, πυριατήριον, ὑπόκαυστον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
το (Α ἱδρωτήριον) ιδρώω
θάλαμος εφίδρωσης με την επίδραση θερμών ατμών
νεοελλ.
μέσο με το οποίο προκαλείται ιδρώτας.
Translations
steam bath
Chinese Mandarin: 蒸汽浴, 蒸汽室; Finnish: höyrysauna; French: hammam, bain de vapeur; Greek: ατμόλουτρο; Ancient Greek: ἄργελλα, ἱδρωτήριον, καπνιστήριον, πυρία, πυριατήριον, πυρίη, πυριητήριον; Hungarian: gőzfürdő; Icelandic: gufubað, eimbað; Latin: sudatorium; Polish: łaźnia parowa; Portuguese: banho de vapor, banho a vapor, banho turco; Russian: баня, паровая баня; Spanish: baño de vapor, baño turco, sauna; Swedish: ångbad, ångbastu; Turkish: hamam; Yiddish: שוויץ, שוויצבאָד; Yup'ik: maqivik