σαπούνιον
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
σαπούνι, το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ
στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. του αρχ. σάπων με τροπή του -ω- σε -ου (πρβλ. πουλάρι: πῶλος). Κατ' άλλη άποψη < ιταλ. sapone].