ἐκμαλάσσω
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
Att. ἐκμαλάττω,
A relax, weaken, τὰ σώματα Plu.Fr.20.1; soften, mollify, τραχύτητας γλώσσης Dsc.Eup.2.17: metaph., ὀργήν τινος J.AJ2.6.8.
German (Pape)
[Seite 768] erweichen; ὀργήν Ios.; übh. = verweichlichen, τὰ σώματα, Plut. Stob. flor. 6, 42.