διασπορά
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
ἡ, (διασπείρω)
A scattering, dispersion, Plu.2.1105a, LXX Je.15.7; δ. ψυχική Ph.2.426. 2 collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, LXXDe.28.25, Ev.Jo.7.35: pl., LXXPs.146(147).2.
German (Pape)
[Seite 603] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διασπορά: ἡ, (διασπείρω) διασκόρπησις, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.