στρογγυλοδίνητος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A turned into a round shape, rounded, Archestr. Fr.4.11.
German (Pape)
[Seite 955] herum-, im Kreise gedreht, Archestrat. bei Ath. III, 112 a.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ἐστραμμένος εἰς σχῆμα στρογγύλον, ἐστρογγυλευμένος, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α.