ἀρθρόω
English (LSJ)
(ἄρθρον)
A fasten by a joint:—Pass., to be jointed, κνημὶς περὶ σφυρὸν -οῦται Hermipp.47.3; σώματα ἠρθρωμένα well-jointed, wellknit, Hp.Aër.20; κνῆμαι ἠρθρωμέναι Arist.Phgn.810a28. II mostly of words, utter distinctly, γλῶσσα ἀρθροῖ τὴν φωνήν produces articulate sounds, X.Mem. 1.4.12 (but ἀρθρῶσαι γλῶσσαν καὶ νόον nerve the tongue and mind, v.l. in Thgn.760); of persons, render articulate, καί μ' εἰς τοῦτο . . ἤρθρωσαν οἱ θεοὶ ὅπως . . Nic. Dam.p.65 D.
German (Pape)
[Seite 350] durch Gelenke verbinden, gliedern; φωνήν, artikulirte Laute hervorbringen, Xen. Mem. 1, 4, 12; anfügen, Hermipp. bei Ath. XV, 688 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρόω: (ἄρθρον), στερεώνω δι’ ἁρμοῦ: - Παθ., προσαρμόζομαι, θώρακα δ’ ἅπας ἐμπερονᾶται, κνημὶς δὲ περὶ σφυρὸν ἀρθροῦται Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 2, 3˙ σώματα ἠρθρωμένα, καλῶς συνηρθρωμένα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λέξεων, προφέρω καθαρῶς καὶ διακεκριμένως, γλῶσσα ἀρθροῖ τὴν φωνὴν, παράγει ἐνάρθρους ἤχους (ὡς ὁ Λουκρέτ. 4. 549, [voces] articulat lingua), Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12˙ ἀλλ’ ἀρθροῦν γλώσσην καὶ νόον, ἐντείνω, ἐνισχύω τὴν γλῶσσαν καὶ τὸν νοῦν, Θέογν. 758.