ἔνδοσις
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
εως, ἡ,
A striking of the key-note(cf.foreg.1), Arist.Mu.398b26, Anon. ap. Suid. S. V. ἐνδόσιμον. 2 imparting, τῆς ὑγρότητος Thphr. CP1.15.3; τοῦ εἴδους Simp.in Ph.440.8; τὰς πολλὰς οὐσίας ἐνδόσεις εἶναι κατὰ ἔλλαμψιν ἀπὸ τῆς μιᾶς οὐσίας προϊούσας εἰς πάντα ὄντα Dam. Pr.100. II giving in, alleviation, remission, Hp.Ep.1. 2 relaxation, τόνου Plu.Lys.12. 3 yielding, giving way, of pillars, Str.15.3.10; of sand, D.S.1.30, cf. Ph.Bel.78.3: metaph., Plu.Per.31; πρός τι Id.2.457a; way out of a difficulty, Simp.in Ph.137.21; retirement, of troops, Plb.5.100.2.
German (Pape)
[Seite 835] ἡ, 1) das Nachgeben, Nachlassen, Hippocr. u. Sp. – 2) das Angeben, Anstimmen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδοσις: -εως, ἡ, ὕφεσις, ἔνδοσιν οὐκ ἔδωκεν (ἡ νοῦσος) Ἱππ. Ἐπιστ. 1271 ἐν ἀρχῇ· λώφησις, παῦλα, παῦσις, βραχείας ἐνδόσεως γενομένης Πολύβ. 5. 100, 2. ΙΙ. = ἐνδόσιμον, τῆς πρώτης οἷον ἐνδόσεως εἰς κίνησιν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 16, Σουΐδ. ἐν λέξει ἐνδόσιμον.