ὑγροφυής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A soft, supple, παρθένος Sch.Theoc.1.47. Adv. -ῶς, λυγίζεσθαι Aristaenet. 1.1.
German (Pape)
[Seite 1172] ές, von nasser, feuchter Natur, Schol. Theocr. 1, 47; übh. = ὑγρός; adv. ὑγροφυῶς, Aristaen. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγροφυής: -ές, (φυὴ) ὁ ὑγρὸς τὴν φυήν, εὔκαμπτος, «παρθένος ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 47. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀρισταίν. 1. 1.