δρυοτόμος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ὁ,
A = δρυτόμος, Aesop. 35, Gal.13.573, etc. [δρῡ- v.l. in Q.S.1.250.]
German (Pape)
[Seite 669] Holz schneidend, fällend; ὁ, der Holzhauer, Aesop. 175; Qu. Sm. 1, 250 [wo υ]. S. δρυτόμος.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοτόμος: ὁ, ξυλοκόπος, ξυλοσχίστης, Αἴσωπ., κτλ. [δρῦ- ἐν ἄρσει, Κόϊντ. Σμ. 1. 250]. - Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.