ῥίμφα

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίμφᾰ Medium diacritics: ῥίμφα Low diacritics: ρίμφα Capitals: ΡΙΜΦΑ
Transliteration A: rhímpha Transliteration B: rhimpha Transliteration C: rimfa Beta Code: r(i/mfa

English (LSJ)

Adv.

   A lightly, swiftly, ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει Il.6.511, cf. Hes. Sc.342; τοὶ δὲ πέτοντο ῥ. μάλ' Il.13.30; ῥ. μάλα τρωχῶσι 22.163; δεῖπνον ἕλοντο . . ῥ. 8.54; ῥ. τοξεύειν ὕμνους Pi.I.2.3; βέβακεν ῥ. A.Ag. 407 (lyr.), cf. A.R.1.387, 1194.

German (Pape)

[Seite 843] (ῥίπτω), adv., leicht, schnell, hurtig; bes. von der Schnelligkeit eines geworfenen Gegenstandes, Il. 6, 511 u. öfter; Hes.; τοξεύειν, Pind. I. 2, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 387. 1194; auch von der Zeit.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίμφᾰ: Ἐπίρρ., ῥᾳδίως, ταχέως, ἐλαφρῶς, εὐκινήτως, ῥίμφαγοῦνα φέρει Ἰλ. Ζ. 511, κτλ., καὶ Ἡσίοδ.· τοὶ δ’ ἐπέτοντο ῥ. μάλ’ Ἰλ. Ν. 30· ῥίμφα μάλα τρωχῶσι Χ. 163· δεῖπνον ἕλοντο ... ῥ. Θ. 54· ῥ. τοξεύειν Πινδ. Ι. 2. 5· ῥ. βαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 407, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 387, 1194. (Πιθαν. ἐκ τοῦ ῥίπτω, ἔρριμαι). - καθ’ Ἡσύχ.: «ῥίμφα· ῥᾳδίως, εὐχερῶς, συνεχῶς. ἢ ταχέως».