ῥίμφα
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
Adv.
A lightly, swiftly, ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει Il.6.511, cf. Hes. Sc.342; τοὶ δὲ πέτοντο ῥ. μάλ' Il.13.30; ῥ. μάλα τρωχῶσι 22.163; δεῖπνον ἕλοντο . . ῥ. 8.54; ῥ. τοξεύειν ὕμνους Pi.I.2.3; βέβακεν ῥ. A.Ag. 407 (lyr.), cf. A.R.1.387, 1194.
German (Pape)
[Seite 843] (ῥίπτω), adv., leicht, schnell, hurtig; bes. von der Schnelligkeit eines geworfenen Gegenstandes, Il. 6, 511 u. öfter; Hes.; τοξεύειν, Pind. I. 2, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 387. 1194; auch von der Zeit.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίμφᾰ: Ἐπίρρ., ῥᾳδίως, ταχέως, ἐλαφρῶς, εὐκινήτως, ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει Ἰλ. Ζ. 511, κτλ., καὶ Ἡσίοδ.· τοὶ δ’ ἐπέτοντο ῥ. μάλ’ Ἰλ. Ν. 30· ῥίμφα μάλα τρωχῶσι Χ. 163· δεῖπνον ἕλοντο ... ῥ. Θ. 54· ῥ. τοξεύειν Πινδ. Ι. 2. 5· ῥ. βαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 407, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 387, 1194. (Πιθαν. ἐκ τοῦ ῥίπτω, ἔρριμαι). - καθ’ Ἡσύχ.: «ῥίμφα· ῥᾳδίως, εὐχερῶς, συνεχῶς. ἢ ταχέως».