ἀήτη

From LSJ
Revision as of 09:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀήτη Medium diacritics: ἀήτη Low diacritics: αήτη Capitals: ΑΗΤΗ
Transliteration A: aḗtē Transliteration B: aētē Transliteration C: aiti Beta Code: a)h/th

English (LSJ)

ἡ, = sq., Hes.Op.645,675.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, u. ἀήτης, ὁ (ἄημι) das Wehen, Iliad. 15, 626 ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη, 14, 254 ἀργαλέων ἀνέμων ἀήτας, Od. 4, 567 Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας, 9, 139 ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται; Hes. O. 621 παντοίων ἀνέμων θὐουσιν ἀῆται, 645 ἄνεμοί γε κακὰς ἀπέχωσιν ἀήτας, 675 Νότοιό τε δεινὰς ἀήτας; als v. l. erscheint in den Scholl. Od. 4, 567 πνείοντος, Iliad. 15, 626 ἀήτης; Aristarch las ἀήτη, Schol. Aristonic. 15, 626 ὅτι ἀρσενικῶς δειν ὸς ἀ ήτ η, ἀλλ' οὐ δεινή, ὡς »κλυτὸς'Ιπποδάμεια (2, 742)«. ἔνιοι δὲ ἀγνοοῦντες'ποιοῦσι δει νὸς ἀήτης· ἀλλ' οὐ δεῖγράφειν οὕτως. Vgl. Apoll. Lex. H. 12, 3; Friedlaend. Ariston. 31; – allein für Wind Theocr. 2, 38. 22, 8 u. sp. D. Plat. Crat. 4105 bemerkt οἱ ποιηταὶ τὰ πνεύματα ἀήτας καλοῦσι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀήτη: ἡ, = ἀήτης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 643, 673.