πτερόω

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερόω Medium diacritics: πτερόω Low diacritics: πτερόω Capitals: ΠΤΕΡΟΩ
Transliteration A: pteróō Transliteration B: pteroō Transliteration C: pteroo Beta Code: ptero/w

English (LSJ)

(πτερόν)

   A furnish with feathers or wings, τινα Ar.Av.1334, 1361, Ra.1437, Pl.R.467d; for πτεροῦν βυβλίον, v. γλυφίς:—Pass., to be or become feathered, to be fledged, Ar.Av.804, 1382, 1446 (with a play on signf. 11), Pl.Phdr.249a, al., Com.Adesp.172; ἔπος ἐπτερωμένον Ar.Ra.1388.    b represent as winged, τὰς Μούσας καὶ τὰς Σειρῆνας Porph.Abst.3.16.    2 ναῦν π. have the oars spread like wings ready to dip into the water, Plb.1.46.11 (intr. in pf., ναῦς ἐπτερωκυῖα ib.9), cf. Plu.Ant.63, Charito 1.9; ταρσῷ κατήρει πίτυλος ἐπτερωμένος E.IT1346.    II metaph., set on the wing, excite, Ar. Av.1446 (v. supr. 1.1):—Pass., to be excited, ἐπὶ τὸν Πυθαγόρου βίον Philostr.VA1.7; ἐς χορείην Anacreont.51.4; πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν Luc.Dom.4; τοῖς ἔξωθεν πλεονεκτήμασιν Jul.Or.7.235b: abs., Plu.Art.24.

German (Pape)

[Seite 809] befiedern, mit Federn oder Flügeln versehen; Her. 2, 128; Plat. Rep. 467 d; pass., Flügel bekommen, Phaedr. 248 e; öfter; auch von Schiffen, mit Segeln u. Rudern versehen, ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, Eur. I. T. 1346; vgl. τὴν ναῦν, Pol. 1, 46, 11, ναῦς ἐπτερωκ υῖα, ib. 9, Plut. Ant. 63; Ar. auch ἔπος ἐπτερωμένον, wie πτερόεν, Ran. 1384; πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν, Luc. de domo 4 u. A. die Seele durch Hoffnung, durch Leidenschaften erheben, Plut. Artax. 24; πόθος πτεροῦται, Anacr. 25, 8; ὁ γέρων ἐγὼ πτεροῦμαι, 51, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πτερόω: (πτερὸν) βάλλω, παρέχω πτερὰ εἴς τινα ἢ εἴς τι, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1334, 1361, Βάτρ. 1437, Πλάτ. Πολ. 467D· περὶ τοῦ πτεροῦν βιβλίον, ἴδε ἐν λέξ. γλυφίς. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι πτερωτός, ἔχω ἢ κτῶμαι πτέρυγας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 804, 1383, 1446 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Πλάτ. Φαῖδρ. 248Ε, 249Α, κ. ἀλλ.· ἔπος ἐπτερωμένον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1388. 2) πτερῶ τὴν ναῦν, ἔχω τὰς κώπας τεταμένας ὡς πτέρυγας, ἕτοιμος νὰ βυθίσω αὐτὰς εἰς τὸ ὕδωρ, Πολύβ. 1. 46, 11 (ὁ πρκμ. κεῖται ἀμεταβάτως, ναῦς ἐπτερωκυῖα αὐτόθι 9), Πλουτ. Ἀντών. 63· ― ὅθεν, ταρσῷ πίτυλος ἐπτερωμένος, ἡ διὰ τῶν κωπῶν ὡς πτερῶν πλῆξις τῆς θαλάσσης, δηλ. αὐταὶ αἱ ὡς πτερὰ κῶπαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1346 (τὸν στίχον δὲ τοῦτον ὁ Ἕρμαν. καὶ ὁ Δινδ. θέτουσι μετὰ τὸν στίχ. 1394 = 1362 Ἕρμανν.). ΙΙ. μεταφ., κάμνω τινὰ νὰ πετάξῃ, διεγείρω, ἐξεγείρω (πρβλ. ἀναπτερόω), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― Παθ., ἀναπτεροῦμαι, ἐπὶ Πυθαγόραν Φιλόστρ. 9· χορείην Ἀνακρεόντ. 54. 4· πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν Λουκ. Δημ. 4· ὑφ’ ἡδονῶν Κλήμ. Ἀλ. 288· ἀπολ., Πλουτ. Ἀρτοξ. 24. ― Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α΄, σελ. 168.