ἆθλος
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
ὁ, contr. from Ep. and Ion. ἄεθλος, which alone is used by Hom. (except in Od.8.160), and mostly by Hdt. and Pi.:—
A contest either in war or sport, esp. contest for a prize, Hom.; νικᾶν τοιῷδ' ἐπ' ἀέθλῳ (for the arms of Achilles) Od. 11.548; ἄεθλος πρόκειται a task is set one, Hdt.1.126; ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄ. ὑποκείσεται Pi.O.1.84; ἄεθλον προτιθέναι to set it, Hdt.7.197; ἆθλοι Πυθικοί, Δελφικοί, S.El.49,682; toil, Pi.P.4.165; of the labours of Heracles, D.S.4.11, etc.: metaph., conflict, struggle, ordeal, Alc.33, A.Pr.702, 752, S.Ant.856. II = ἆθλον 1, Theoc.8.11sqq.—On the proper difference of ἆθλον and ἆθλος v. ἆθλον 11. (For ἄϝεθλος, ἄϝεθλον, as in IG5(2).75.)
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, = ἄεθλος, Kampf, Wettkampf, Hom. einmal, Od. 8, 160 οὐ γάρ σ' οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐίσκω, ἄθλων, οἷά τε πολλὰ μετ' ἀνθρώποισι πέλονται, vgl. Lehrs Aristarch. 151; – Πυθικοί, die pythischen Kampfspiele, Soph. El. 49; γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat. Legg. XII, 949 a; Dem. 60, 13. Daher Anstrengung, oft bei Trag., auch in Prosa, Ἡρακλέους, die Arbeiten des Herkules, Isocr. 5, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἆθλος: ὁ, συνῃρ. ἐκ τοῦ Ἐπ. καὶ Ἰων. ἄεθλος, ὅπερ μόνον εὕρηται παρ’ Ὁμήρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Θ. 160.), καὶ πρὸ πάντων παρὰ Ἡροδ. καὶ Πινδ. Ἀγὼν εἴτε ἐν πολέμῳ εἴτε ἐν παιδιᾷ, ἰδίως ἅμιλλα περὶ βραβείου, μόχθος, κόπος, ὡς τὸ πόνος, Λατ. labor, Ὅμ. νικᾶν τοιῷδ’ ἐπ’ ἀέθλῳ (περὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως), Ὀδ. λ. 548· ἄεθλος πρόκειται, ἀγὼν πρόκειται, Ἡρόδ. 1. 126· ἄεθλον προτιθέναι = ὁρίζειν, ὁ αὐτ. 7. 197· ἆθλοι Δελφικοί, Πυθικοί, Σοφ. Ἠλ. 49. 682· συχν. παρὰ Πινδ. μεταφ. ἀγών, μάχη, πάλη, Τραγ. ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 702, 752, Σοφ. Ἀντ. 856. ― Περὶ τῆ κυρίας διακρίσεως μεταξὺ τοῦ ἆθλον καὶ τοῦ ἆθλος, ἴδε ἆθλον ΙΙ. (Ὁ ὀρθὸς τύπος τῆς λέξεως φαίνεται ὢν ἄFεθλος, ἄFεθλον ἐκ PFΕΘ μετὰ προθεματικοῦ α, πρβλ. Λατ. vas (vadis), Γοτθ. vadi (pignus), Παλ. Σκανδιν. vedja, (ἀγγλ. to wager διακινδυνεύω), Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. wetti, (Γερμ. wette).