ἀμπέχω
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
English (LSJ)
(dissimil. fr. ἀμφέχω), Semon. 12 (dub.), A.Pers.848, S. (v. infr.), later ἀμφέχω AP7.693 (Apollonid.), IG12(3).220 (Thera), Aret.CA1.4, etc.; Med.,
A ἀμφέχετο A.R.1.324; also ἀμπ-ίσχω E. Hipp.192, Supp.165: Ep. impf. ἄμπεχον Od.6.225 (late ἄμφεχον Q.S. 3.6, 5.106): fut. ἀμφέξω E.Cyc.344: aor. 2 ἤμπεσχον Ar.Lys.1156, etc.:—Med., ἀμπέχομαι Ar. (v. infr.11.2); ἀμπίσχομαι E.Hel.422, 3pl. ἀμπισχνοῦνται Ar.Av.1090: impf. ἠμπειχόμην Pl.Phd.87b, Ep. ἀμφεχόμην A.R.1.324: fut. ἀμφέξομαι Pherecr.7 D., Philetaer.19: aor. 2 ἠμπεσχόμην E.Med.1159, Ar.Th.165, 2sg. subj. ἀμπίσχῃ E.IA 1439, part. ἀμπισχόμενος Ar.V.1150.—The aor. forms, ἀμπισχεῖν, ἀμπισχών, are sts. falsely written (as if pres.) ἀμπίσχειν, ἀμπίσχων: I surround, cover, enclose, ἅλμη οἱ νῶτα ἄμπεχεν Od.6.225; κυνῆ πρόσωπα Θεσσαλίς νιν ἀμπέχει S.OC314, cf. A.l.c.: metaph., ἀ. τινὰ σμικρότητι invest one with... Pl.Prt.320e: abs., σκότος ἀμπίσχων surrounding darkness, E.Hipp.192; κρυπτὸν ἀμπισχὼν δόρυ, of the wooden horse, Id.Tr.12; τὰ ἀμπέχοντα ὑμένια Aret.SA 2.2. 2 embrace. γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερί E.Supp.165. II put round, esp. put clothes and the like on another, c. dupl. acc., κρίβανόν μ' ἀμπίσχετε Ar.V.1153, cf. Ra.1063, Lys.1156: with prep., τοίχοισιν δ' ἔπι ἤμπισχεν . . ὑφάσματα put them all over... E.Ion1159: metaph., ἡ βασιλικὴ τέχνη δούλους καὶ ἐλευθέρους ἀμπίσχουσα Pl.Plt. 311c. 2 Med., put round oneself, put on, πέπλους E.Med.1159; wear, τὸ τῆς γυναικὸς ἀμπέχει χιτώνιον Ar.Ec.374; λευκὸν ἀμπέχει;; do you wear a white cloak? Id.Ach.1023; χλαίνας οὐκ ἀμπις χνοῦνται Id.Av.1090; καλῶς ἠμπίσχετο was well dressed, Id.Th.165; ἐπ' ἀριστερὰ ἀ. Id.Av.1567; ἀμπεχόμενοι with their cloaks on, opp. γυμνοί (cf. γυμνός 1.5), Pl.Grg.523c, Arist.Pr.867a19; ἄνω τοῦ γόνατος ἀ. wear a tunic not reaching to the knee, Philetaer.l.c.; περιττῶς ἀ. to be gorgeously dressed, Plu.Demetr.41: c. dat., clothe or cover one-self with (v. ἔκβολος), E.Hel.422.
German (Pape)
[Seite 129] vgl. ἀμπίσχω; fut. ἀμφέξω Eur. Cycl. 343; impf. med. ἠμπείχετο Plat. Phaed. 87 b; Luc. Peregr. 15; aor. ἠμπέσχετο Eur. Med. 1159; Ar. Th. 165; umhüllen, Subl. ist das Kleid; Hom. Od. 6, 225 ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους; – Aesch. Pers. 834; κυνῆ πρόσωπά νιν ἀμπέχει, bedeckt ihm das Gesicht, Soph. O. C. 315; οὐρανὸν ἀχλὺς ἄμπεχε Ap. Rh. 2, 1104; sp. D. – Med. umhaben, von Kleidern, Ar. Ach. 986; τριβώνιον Pl. 897; πλεῖστα καὶ κάλλιστα Plat. Gorg. 490 d; aber 523 c ist ἀμπεχόμενος bekleidet; ἐσθῆτα Luc. Somn. 11.
French (Bailly abrégé)
f. ἀμφέξω;
envelopper : ἅλμη ἥ οἱ νῶτα ἄμπεχεν OD l’eau de mer qui lui couvrait le dos ; κυνῆ πρόσωπά νιν ἄμπέχει SOPH un chapeau (thessalien) lui recouvre le visage;
Moy. ἀμπέχομαι (impf. ἠμπειχόμην, f. ἀμφέχομαι, ao.2 ἠμπεσχόμην) s’envelopper, se vêtir de, acc..
Étymologie: ἀμπί, éol. c. ἀμφί, ἔχω.