ὁμοδρομία
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ἡ,
A running together, meeting, Luc.Astr.22.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, das Zusammenlaufen, -treffen, Luc. astrol. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοδρομία: ἡ, τὸ τρέχειν ὁμοῦ, ἡ συνάντησις, Λουκ. Ἀστρολογ. 22.