πολύχαλκος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχαλκος Medium diacritics: πολύχαλκος Low diacritics: πολύχαλκος Capitals: ΠΟΛΥΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: polýchalkos Transliteration B: polychalkos Transliteration C: polychalkos Beta Code: polu/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in copper or bronze, πολύχρυσος π., of Troy, Il.18.289; of Sidon, Od.15.425; of Dolon, Il.10.315.    II wrought of bronze, brazen, οὐρανός 5.504, Od.3.2; ἄξονες Parm.1.18.

German (Pape)

[Seite 676] reich an Erz od. Kupfer; neben πολύχρυσος, von Troja, Il. 18, 289; Σιδών, Od. 15, 425; Δόλων, Il. 10, 315; aber auch οὐρανός, 5, 504 Od. 3, 2, vielleicht weil nach dem ältesten Volksglauben der Himmel ein aus Erz getriebenes Gewölbe war.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχαλκος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν χαλκὸν ἢ ὀρείχαλκον, πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον πολύχαλκον Ἰλ. Σ. 289· ἐπὶ τῆς Σιδῶνος, ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι Ὀδ. Ο. 425· ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 315. ΙΙ. κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, ὅλος χαλκοῦς, στερεός, λίαν ἰσχυρός, οὐρανὸς (ἴδε ἐν λ.). Ἰλ. Ε. 504. Ὀδ. Γ. 2, πρβλ. Παρμεν. 18 Karst.· καλούμενος καὶ σιδήρεος (ἴδε ἐν λ.).