ἐνεχυρασία
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ἡ,
A taking property in pledge, security taken, pledge, Pl.Lg.949d, IG 2.1055.7 (iv B.C.), PSI4.288 (ii A.D.), etc.; ἐ. ποιήσασθαι D.47.76, 80.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Auspfänden, die Pfändung; Plat. Legg. XII, 949 d; ποιεῖσθαί τινος Dem. 47, 76; εἶναί τινι ἐνεχυρασίαν ἔκ τινος, er habe das Recht dazu, Inscr. 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεχῠρασία: ἡ, τὸ ἐνεχυράζειν, τὸ λαμβάνειν τὴν περιουσίαν τινὸς ὡς ἐνέχυρον, ἐνέχυρον, ὑποθήκη, Πλάτ. Νόμ. 949D, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 7., 104. 12· ἐν. ποιεῖσθαι Δημ. 1162. 12., 1163. 25.