ἐλαχύς
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ἐλάχεια (not -εῖα, Hdn.Gr.1.249), ἐλαχύ,
A small, short, mean, little: old Ep.Positive, whence ἐλάσσων, ἐλάχιστος are formed: in early Ep. only fem., h.Ap.197, v.l. in Od.9.116, 10.509 (v. λάχεια): in later Ep., Archyt.Amphiss.2, Euph.11, Nic.Th.324, Opp.C.3.480, Nonn.D.37.314: neut. ἐλαχὺ σκάφος AP7.498 (Antip.). (leg[uglide]h- or leng[uglide]h-, cf. Lat. leuis, Lith. leñgvas 'light'.)
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαχύς: ἐλάχεια (οὐχὶ -εῖα, Ἀρκάδ. σ. 95. 23, Θεογνώστου Κανόνες ἐν Ἀνέκδ. Κραμ. Τ. 2, σ. 99. 14), ἐλαχύ· - μικρός, βραχύς, πενιχρός, εὐτελής, ἀνάξιος λόγου· παλαιὸν παρ’ Ἐπ. θετικόν, ἐξ οὗ σχηματίζονται τὸ συγκρ. ἐλάσσων καὶ τὸ ὑπερθ. ἐλάχιστος· διέμεινε δὲ μόνον ἐν τῷ Ὁμηρ. ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 197, καὶ ὡς δι. γρ. ἐν Ὀδ. Ι. 116, ἀντὶ τοῦ λάχεια, καὶ ἐν Κ. 509 ἐπίσης τοῦ λάχεια· παρελήφθη δὲ ὑπὸ Νικ. Θ. 324 καὶ Ὀππ. Κ. 3. 480, κτλ. (Πρβλ. λάχεια, ἐλάσσων, ἐλάχιστος, Σανσκρ. laghus, Παλαι- Ὑψηλ. Γερμ. (light)· Σλαυ. liguku· - ὁ Κούρτ. πιστεύει ὅτι ἡ λέξις ἐλαφρός, Λατ. lĕv-is, ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν).