λάχεια

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάχεια Medium diacritics: λάχεια Low diacritics: λάχεια Capitals: ΛΑΧΕΙΑ
Transliteration A: lácheia Transliteration B: lacheia Transliteration C: lacheia Beta Code: la/xeia

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ, obscure word read (prob.) by Aristarch. in two passages of Od., νῆσος ἔπειτα λάχεια… τετάνυσται 9.116; ἔνθ' ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης 10.509; expld. by εὔσκαφος καὶ εὔγειος, παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς, Hsch., cf. Apollon. Lex., Eust.1619.30, 1667.13, Sch.; cf. λάχανον, λαχύφλοιος: Zenod. read ἐλάχεια, cf.h.Ap.197.

German (Pape)

[Seite 20] ἡ, νῆσος, ἀκτή, Od. 9, 116. 10, 509, nach den Alten εὔσκαπτος καὶ εὔγαιος, also von λαχαίνω, gutes Grabeland habend, leicht umzugraben und zu bebauen, im Gegensatz des Felsigen; nach Andern entweder = ἐλάχεια, oder so zu schreiben, mit Elision des vorhergehenden Vocals, die klein, niedrig erkl.; Einige erkl. es gar für ein nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
petit.
Étymologie: cf. ἐλαχύς.

Russian (Dvoretsky)

λάχεια: (λᾰ) adj. f [предполож. = ἐλάχεια, f к ἐλαχύς маленькая, небольшая (νῆσος, ἀκτή Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λάχεια: [ᾰ], ἡ, σκοτεινή τις λέξις ἀναγινωσκομένη (πιθ.) ὑπὸ Ἀριστάρχου ἐν δυσὶ χωρίοις τῆς Ὀδ., νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται Ι. 116· ἔνθ’ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης Κ. 509· - ὁ Ζηνόδ. ἀνεγίνωσκεν: ἐλάχεια, σμικρά, ὡς ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 197· - ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι τῶν κριτικῶν ἀρχαίων τε καὶ νεωτέρων ἠκολούθησαν τῷ Ἀριστάρχῳ ἀναγινώσκοντες λάχεια, ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ «εὔσκαφος καὶ εὔγειος, παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς» Ἡσύχ., Ἀπολλων. Λεξ., Εὐστ. καὶ Σχολ., ὥστελέξις ὑπελήφθη καθόλου ὡς σημαίνουσα καλῶς γεωργημένη, εὔφορος, γόνιμος· πρβλ. λάχανον, λαχύφλοιος.

English (Autenrieth)

with good soil for digging, fertile, νῆσος, Od. 9.116 and Od. 10.509.

Greek Monolingual

λάχεια, ἡ (ΑM)
(για τη γη)
1. καλοσκαμμένη, εύφορη, γόνιμη («νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται», Ομ. Οδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔσκαφος καὶ εὔγειος παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. της λ. ἐλάχεια (πρβλ. ελαχύς), που χρησιμοποιήθηκε με τις σημ. «επίπεδη, χαμηλή» για νήσο και καταχρηστικά για τη γη, οπότε συνδέεται πιθ. με αντίστοιχες γερμ. λ. (πρβλ. αρχ. νορβ. lāgr, μέσ. άνω γερμ. l?ge). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. λαχαίνω «σκάβω» (πρβλ. λαχεία ακτή = σκαπτή ακτή)].

Greek Monotonic

λάχεια: [ᾰ], (λαχαίνω), θηλ. επίθ., καλά καλλιεργημένη, εύφορη, γόνιμη, σε Ομήρ. Οδ.· μερικοί διαβάζουν ἐλάχεια, από ἐλαχύς, μικρός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of νῆσος (ι 116), ἀκτή (κ 509), v.l. ἐλάχεια (s. ἐλαχύς, where see on the accent; cf. Schwyzer 474 n. 1, Chantraine Gramm. hom. 1, 191). Meaning uncertain, by H. explained with εὔσκαφος καὶ εὔγειος, "παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς".
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Modern interpreters understand it as low, flat, which fits well to νῆσος, but not to ἀκτή (cf. Leumann Hom. Wörter 54); it was connected with a Germ. adj. for low, flat: OWNo. lāgr, MHG læge, IE *lēgh- (Fick 1, 531), and also Latv. lę̂zns, IE *lēǵh-; Pok. 660. But the Greek α cannot be understood from IE *e. - After Ribezzo RIGI 16, 6ff. (with EM, H. a. o.) to λαχαίνω (λάχεια ἀκτή = σκαπτη ἀκτή).

Middle Liddell

λαχαίνω
fem. adj. well-tilled, fertile, Od.:—others read ἐλάχεια, from ἐλαχύς, small. [from ἐλαχύς

Frisk Etymology German

λάχεια: {lákheia}
Meaning: Beiw. von νῆσος (ι 116), ἀκτή (κ 509), v.l. ἐλάχεια (s. ἐλαχύς, wo auch über den Akz.; dazu Schwyzer 474 A. 1, Chantraine Gramm. hom. 1, 191), Bed. unsicher, von H. mit εὔσκαφος καὶ εὔγειος erklärt, "παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς".
Etymology: Moderne Erklärer verstehen es als niedrig, flach, was gut zu νῆσος, aber schlechter zu ἀκτή paßt (vgl. Leumann Hom. Wörter 54); dadurch wird Anknüpfung an ein germ. Adj. für niedrig, flach möglich: awno. lāgr, mhd. lǣge, idg. lēgh- (Fick 1, 531), wozu noch lett. lę̂zns, idg. lēĝh- (Prellwitz); über andere balt. u. slav. Wörter, die in diesem Zusammenhang erörtert worden sind, s. Fraenkel Wb. s. lė̃kšnas und Vasmer Wb. s. laz; dazu noch WP. 2, 425 f., Pok. 660. — Nach Ribezzo RIGI 16, 6ff. dagegen (mit EM, H. u. a.) zu λαχαίνω (λάχεια ἀκτή = σκαπτὴ ἀκτή).
Page 2,92-93