κατασκοπή
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ,
A viewing closely, spying, πέμπειν τινὰ εἰς κατασκοπήν S.Ph.45; μολεῖν εἰς κ. E.Ba.838; ἐπὶ κατασκοπήν X.Cyr.6.2.9, cf. HG1.4.11, Arist.Ath. Fr.4, Plb.3.95.8; ἐπὶ-σκοπῇ τῶν πραγμάτων Aeschin.2.28; κατασκοπῆς ἕνεκα X.An.7.4.13; ἔχειν κ. Plu.Fab.12; κατασκοπαῖς χρωμένους Th.6.34; ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων to inspect the money, ib.46.
German (Pape)
[Seite 1379] ἡ, das Beschauen, Auskundschaften, Erforschen; Soph. Phil. 45; μολεῖν εἰς κατασκοπήν Eur. Bacch. 836; plur., Thuc. 6, 34; οὓς ἐπεπόμφει ἐπὶ κατασκοπῇ Xen. Cyr. 6, 2, 9; οἱ ἐπὶ τὴν κατασκοπὴν ἐκπεμφθέντες Pol. 3, 95, 8; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκοπή: ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον ἐξέτασις, κατασκόπευσις, πέμπει τινὰ εἰς κατασκοπὴν Σοφ. Φιλ. 45· ἐς κ. μολεῖν Εὐρ. Βάκχ. 838· ἐπὶ κατασκοπῇ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9, πρβλ. Ἑλλ. 1. 4. 11· ἐπὶ κατασκοπὴν Πολύβ. 3. 95, 8· κατασκοπῆς ἔνεκα Ξεν. Ἀν. 7. 4, 13· ἔχειν κ. (ὅπερ ὁ Ὅμηρ. σκοπιὴν ἔχειν, ἀντὶ τοῦ σκοπιάζειν, σκοπιωρεῖσθαι, κατασκέπτασθαι), οὐ δι’ ἀγγέλων, ἀλλ’ αὐτὸς κ. ἔχων πρὸ τοῦ χάρακος Πλουτ. Φάβ. 12· κατασκοπαῖς χρῆσθαι, κατασκοπεύειν, Θουκ. 6. 34· ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων, εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν, ἐξέτασιν τῶν χρημάτων, αὐτόθι 46· κ. τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 31. 42.