καταγλωττίζω
English (LSJ)
A bill, kiss wantonly by joining mouths and tongues, Com.Adesp.882: hence, μέλος κατεγλωττισμένον wanton, lascivious song, Ar.Th.131. II use the tongue against another, ψευδῆ κ. τινός Id.Ach.380. III κ. τινά talk one down, hence in Pass., πόλιν ὑπὸ σοῦ κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Id.Eq.352. IV (γλῶσσα 11.2) in pf. part. Pass., composed of far-fetched words, λέξις Philostr.VA 1.17, Eun.VSp.496.25D.
German (Pape)
[Seite 1342] züngelnd, mit Berührung der Zunge, wollüstig küssen, com. Poll. 2, 109; dah. μέλος θηλυδριῶδες καὶ κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλωτόν (züngelküsserig, Droysen), Ar. Th. 131; – nach Hesych. auch βλασφημεῖν, wie Ar. Aeh. 380 διέβαλλε καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου vrbdt, er redete Lügen von mir; auch τινά, Einen niederreden, ihn zum Schweigen bringen, τἡν πόλιν πεποίηκας ὥςτε νυνὶ ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Equ. 342; immer aber mit Anspielung auf die erste Bdtg. – Aber κατεγλωττισμένη λέξις u. ähnl. ist = in ausgesucht seltenen Wörtern, Philostr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταγλωττίζω: :Παθ. πρκμ. κατεγλώττισμαι:- ἀκολάστως φιλῶ συνάπτων χείλη πρὸς χείλη καὶ γλῶσσαν πρὸς γλῶσσαν, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Β', 109:- ἐντεῦθεν, μέλος κατεγλωττισμένον, ᾆσμα ἀκόλαστον, αἰσχρόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 131, ἴδε τὸ ἑπόμ. (ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ᾆσμα συντεθειμένον διὰ λέξεων σπανίων καὶ ἐξεζητημένων, ὡς τὸ λέξις κατεγλωττισμένη ἐν Φιλοστρ. 21, Εὐναπ. σ. 99, κλ. πρβλ. κατάγλωττος ΙΙ). ΙΙ. μεταχειρίζομαι τὴν γλῶσσαν (ἢ ὁμιλῶ) ἐναντίον ἑτέρου, ψευδῆ κ. τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 380. ΙΙΙ. καταγλωττίζω τινά, καταβάλλω αὐτὸν διὰ τῆς γλώσσης, ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ., τὴν πόλιν πεποίηκας ὥστε νυνὶ ὑπό σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν, «πλήρη γενομένη τῶν σῶν λόγων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 352.