ἀπύρηνος
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A without stone or kernel, pipless, ῥοά Ar.Fr.118, Thphr.HP4.13.2; φοῖνιξ Arist.de An.422a29, Fr.267. II with no spine, ἰχθύς (i.e. ἔγχελυς) Archestr.Fr.8 codd.
German (Pape)
[Seite 341] (πυρήν), ohne Stein od. Kern, vom zarten Kern einer Art Granatäpfel, Ar. bei Ath. XIV, 650 e; Theophr.; vgl. Arist. Metaph. 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπύρηνος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ ἔχων πυρῆνα (κουκούτσι) ἢ ἔχων λίαν μαλακὸν πυρῆνα, Λατ. apyrenus, ῥοὰ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 165, Θεόφρ. Ἱστ. Φ.4.13, 2· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 10, 3, ὁ ἄνευ ἀκάνθης, ἔγχελυς ἣ φύσει ἐστὶν ἀπύρηνος [[[ἀπήρινος]], Κοραῆς] μόνος ἰχθύς, ἄνευ ὀστώδους ἀκάνθης, Ἀθήν. 299Α.