δράγμα

From LSJ
Revision as of 09:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δράγμα Medium diacritics: δράγμα Low diacritics: δράγμα Capitals: ΔΡΑΓΜΑ
Transliteration A: drágma Transliteration B: dragma Transliteration C: dragma Beta Code: dra/gma

English (LSJ)

ατος, τό, (δράσσομαι)

   A handful; esp. as many stalks of corn as the reaper can grasp in his left hand, truss, Il.11.69, 18.552; also, sheaf, = ἄμαλλα, X.HG7.2.8, Theoc.10.44, Ph.Bel.86.24, BGU 757.16 (i A. D.), Plu.Publ.8.    II later, uncut corn, AP11.365.10 (Agath.), Luc.Hes.7: metaph., πρώτης δράγματα φυταλιῆς first-fruits, AP6.44 (Leon. (?)), cf. LXX Le.23.12.    III ἐποίησεν ἡ γῆ δράγματα brought forth by handfuls, i. e. plenty, ib.Ge.41.47.

German (Pape)

[Seite 663] τό (Bekk. Pol. 2, 147 schreibt δρᾶγμα), das Zusammengefaßte, so viel man mit der Hand fassen (δράσσω) kann; ψαιστῶν ὀλίγων Gaetul. 3 (VI, 190); bes. von Getreide, so viel der Schnitter mit der linken Hand umfaßt , um es abzuschneiden, Hesych., od. der Garbenbinder zusammenfaßt, Aehrenbündel, Garbe; bei Plut. Poplic. 8 = ἄμαλλα; vgl. Ath. 618 d; bei Homer zweimal, von dem abgemäht werdenden und dem abgemäht daliegenden, aber noch nicht zu Garben zusammengebundenen Getreide, Iliad. 11, 69 τὰ δὲ δράγματα ταρφέα πίπτει, 18, 552 δράγματα δ' ἄλλα μετ' ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἄλλα δ' ἁμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο; folgde Dichter, wie Theocr. 10, 44. Auch Kan. Hell. 7, 2, 8. Auch die noch stehenden Aehren, die Saat; μηδὲ χαλάζῃ ἄκρον ἀποδρυφθῇ δράγματος ὀρνυμένου Agath. 71 (XI, 365).

Greek (Liddell-Scott)

δράγμα: τό (δράσσομαι) ὅσον δύναταί τις νὰ περιλάβῃ διὰ τῆς χειρός, «φούχτα», Λατ. manipulus· ἰδίως ὅσον ὁ θεριστὴς δύναται νὰ περιλάβῃ εἰς τὴν ἀριστεράν του χεῖρα, «δραξιά», Ἰλ. Λ. 69, Σ. 552· ― ὡσαύτως, δέμα, δεμάτιον, = ἄμαλλα, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8, Πλούτ. Ποπλικ. 8. ΙΙ. μεταγ., ἀθέριστος, ἄδρεπτος σῖτος, «σπαρτό», Ἀνθ. Π. 11. 365, Λουκ. Ἡσ. 7· μεταφ., πρώτης δράγματα φυταλιῆς, ἀπαρχαί, οἱ πρῶτοι καρποί, Ἀνθ. Π. 6. 44.