ἐνναίω
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
A dwell in, τοισίδ' ἐνναίει δόμοις E.Hel.488; ὅσοισι [κακοῖσι] . . ὁρᾷς ἐνναίοντά με S.Ph.472, cf. Lyr.Alex.Adesp.35.22; ἐκεῖ S.OC 788: c. acc. loci, inhabit, Mosch.4.36, A.R.1.1076: in later Prose, [Κόρινθον] ἐ. ἐν μέσοις τοῖς ἀγαθοῖς Aristid.Or.46(3).27: 3pl. fut. Med. ἐννάσσονται A.R.4.1751: 3pl. aor. 1 Med. ἐννάσσαντο ib.1213, Call.Del.15: 3sg. aor. 1 Pass. ἐννάσθη A.R.3.1181.
German (Pape)
[Seite 846] (s. ναίω), darin wohnen; ἐκεῖ Soph. O. C. 792; ὅσοισί τ' εἰσήκουσας ἐνναίοντά με (κακοῖς), sich darin befinden, Phil. 470; τοισίδε δόμοις Eur. Hel. 489; ἐν ὄρεσσιν Ap. Rh. 4, 519; c. acc., bewohnen, Θήβην Mosch. 4, 36, a. Sp., wie Opp. Hal. 2, 49; aor. ἐννάσσαντο Ap. Rh. 4, 1213, fut. ἐννάσσομαι 4, 1751; ἐννάσθη, er ließ sich nieder, 3, 1181.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνναίω: ναίω ἐν, κατοικῶ ἐντός, τοῖσι δ’ ἐνναίει δόμοις Εὐρ. Ἑλ. 488· διατελῶ ἐν, οἴοις κακοῖσι... ὁρᾷς ἐνναίοντά με Σοφ. Φιλ. 472· διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὐμὸς ἐνναίων ἀεὶ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 788· μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, Θήβην κουροτρόφον ἐνναίουσιν Μόσχ. 4. 36, Ἀπολλ. Ρόδ.: - γ΄ πληθ. μέσ. μέλλ. ἐννάσσονται ὁ αὐτ. Δ. 1751· γ΄ πληθ. ἀορ. ἐννάσσαντο αὐτόθι 1213, Καλλ. εἰς Δῆλ. 15: ἀόρ. παθ. ἐννάσθη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1181.