σκίρον
English (LSJ)
[ῐ], τό,
A the large white sunshade which was held by the Eteobutadae over the heads of the priestess of Athena and the priests of Poseidon and Helios in the procession from the Athenian Acropolis to a place called Σκῖρον or Σκίρον (q.v.) in a festival of Athena (cf. Σκίρα), Lysimachid.23; white parasol carried by the priest of Erechtheus in the festival of Athena Σκιράς on the 12th of Σκιροφοριών, Sch.Ar.Ec.18.
German (Pape)
[Seite 899] τό, ein weißer Sonnenschirm, den bes. die Priesterinnen der Athene in Athen bei einem Feste dieser Göttinn trugen, das davon σκίρα od. σκιροφόρια hieß, wie dic Göttinn selbst Σκιράς (s. nom. pr.); das Wort wird mit einem Salaminier Σκίρος in Zusammenhang gebracht, s. nom. nr. – Bei Sp. ist σκίρον = dem lat. suburra, ein Hurenwinkel, ein Theil der Stadt, in dem sich das liederlichste Gesindel, Spieler, Gauner u. dgl. aufhielt, St. B., vgl. Alciphr. 3, 8. 25.
Greek (Liddell-Scott)
σκίρον: [ῐ], τό, τὸ λευκὸν σκιάδειον ὅπερ ἐφέρετο ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν (Στράβ. 393, Λυσίμαχ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ.), ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς, ἥτις ἑορτὴ ἐκαλεῖτο ἕνεκα τούτου Σκίρα καὶ Σκιροφόρια (ἴδε Σκίρα)· ἕτεροι παράγουσι τὰ ὀνόματα ταῦτα ἔκ τινος εἰδώλου τῆς Ἀθηνᾶς πεποιημένου ἐκ γύψου (σκῖρος), πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 925 (921), Α. Β. 304· (ὅτε πρέπει νὰ γράφηται σκῖρον). Ἕτεροι ἐτυμολογοῦσιν ἐκ τοῦ Σκίρος, ὃς ἦν μάντις οἰκοδομήσας ναὸν τῇ Ἀθηνᾷ ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ἐν τῷ μέρει τῆς πόλεως τῷ καλουμένῳ Σκίρον (ἴδε σημασ. ΙΙ), Παυσ. 1. 36, 4, Πλουτ. Θησ. 17· - καὶ ἀκρωτήριον δέ τι τῆς Ἀττικῆς ἔναντι Σαλαμῖνος ἐκαλεῖτο Σκιράδιον, Πλουτ. Σόλ. 9. ΙΙ. Σκίρον, τό, ὡς τὸ Λατ. Suburra, τὸ δυσώνυμον μέρος τῆς πόλεως, ἡ συνοικία τῶν πορνείων καὶ τῶν τοιούτων, Ἀλκίφρων 3. 8, 25, Στέφ. Βυζ.