δυσπρόσοδος
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
ον,
A difficult of access, χωρίον Th.5.65, cf. Aen.Tact.28.1 (Sup.); δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Arist.Pol.1330b3; hard to assault, τάξις, παρεμβολή, Plb.1.26.10, 2.65.12. 2 of men, unsocial, δ. αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. X. Ages.9.2, Luc.Scyth.6, Plu.Demetr.42, D.C.Fr.11.6.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zugänglich; χωρίον Thuc. 5, 65; ταξις δ. καὶ ἀσφαλής Pol. 1, 26, 10; πόλις, οἶκος, Plut. Rom. 17 Popl. 10; von Menschen, ungesellig, unfreundlich; Thuc. 1, 130; Xen. Ages. 9, 2; Luc. Scyth. 61 D. C. 35, 16.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, μετὰ δυσκολίας πλησιαζόμενος, χωρίον Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, τάξις, πόλις Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀκοινώνητος, Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.