ὀχθέω

From LSJ
Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχθέω Medium diacritics: ὀχθέω Low diacritics: οχθέω Capitals: ΟΧΘΕΩ
Transliteration A: ochthéō Transliteration B: ochtheō Transliteration C: ochtheo Beta Code: o)xqe/w

English (LSJ)

(pres. only in compd. προσοχθέω, q. v.), fut.

   A -ήσω Q.S.3.451: Ep. Verb used by Hom. only in aor.:—to be sorely angered, vexed in spirit, ὤχθησαν Il.1.570, 15.101; elsewh. only in part., μέγ' ὀχθήσας προσέφη 1.517, 4.30, etc.; ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε 11.403, al.; ὀχθήσας προσεφώνεε Od.23.182.

German (Pape)

[Seite 430] (nach den Alten von ὄχθος, sich hoch erheben, od. von ἄχθος, schwer belastet sein, übertr.), unwillig, verdrießlich sein, bes. insofern sich der Unwille od. Kummer in Worten kundgiebt; μέγ' ὀχθήσας προσέφη, Il. 1, 517. 4, 30. 8, 208. 15, 184. 16, 48 Od. 4, 30. 332 u. sonst; Hes. Th. 558; ὀχθήσας δ' ἄρα εἶπε, Il. 11, 403. 17, 90. 18, 5. 21, 53 Od. 5, 298 u. sonst; ὀχθήσας προσεφώνεε, Od. 23, 182. Außer diesem partic. braucht Hom. nur noch ὤχθησαν, sie waren schweres Herzens, Il. 1, 570. 15, 101; – Sp., wie LXX. auch in den übrigen tempp., unzufrieden sein, sich beschweren. Vgl. Buttm. Lexil. I, 122.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχθέω: μέλλ. -ήσω Κόϊντ. Σμ. 3. 451· Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ.· - δεινοπαθῶ, ὑπερλυποῦμαι, ἄχθομαι, προσέτι κατὰ τὸν Σχολ. ἀναστενάζω, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχθεῖ· στένει, στενάζει», ὤχθησαν Ἰλ. Α. 570., Ο. 101· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ., μέγ’ ὀχθήσας προσέφη Α. 517, Ὀδ. Δ. 30, κλ.· ὀχθήσας δ’ ἄρα εἶπε Ἰλ. Λ. 403, Ὀδ. Ε. 298, κλ.· ὀχθήσας προσεφώνεε Ὀδ. Ψ. 182. - Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει ὁ ἐνεστὼς ἐν συνθέσει, προσοχθέω. (Ὁ Buttm. ἐθεώρει αὐτὸ ὡς ἰσοδύναμον τῷ ἄχθομαι, ἂν καὶ μόνον ἐν μεταφορ., σημασ.· τὸ δὲ ο ἐτέθη ἀντὶ τοῦ α ὡς ἐν τοῖς ὄγμος ἄγω, βολὴ βάλλω, κτλ., πρβλ. Ο ο. ΙΙ. 1· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει αὐτὸ εἰς τὴν √ΕΧ, ὀχέω, ὡς τὸ Λατιν. vehe-mens εἰς τὴν √VEH, veho, πρβλ. vexo).