ἄκαστος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαστος Medium diacritics: ἄκαστος Low diacritics: άκαστος Capitals: ΑΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: ákastos Transliteration B: akastos Transliteration C: akastos Beta Code: a)/kastos

English (LSJ)

ὁ,

   A = σφένδαμνος, Hsch.

Greek Monolingual

ἄκαστος, ο (Α)
«ἡ σφένδαμνος» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ότι προέρχεται από αρχικό τ. ἄκαρ-στος από ρίζα ακ-(«αιχμηρός» κ.λπ.) και είναι συγγενής ως προς την προέλευση με τις λ. ἄκαρνα, λατ. acer, -eris και το γερμ. Ahorn «σφένδαμνος». Ως προς το τέρμα η λ. σχηματίζεται αναλογικά προς άλλα ονόματα φυτών που λήγουν σε -στος, πρβλ. πλατάνιστος. Βλ. και λήμμα ακ-].