πολλαπλόος
English (LSJ)
η, ον, contr. πολλα-πλοῦς, ῆ, οῦν,
A manifold, many times as long, βίος διπλοῦς καὶ π. Pl.Ti.75b; ὄνομα πολλαπλοῦν multi-compound, opp. ἁπλοῦν, διπλοῦν, Arist.Po.1457a35; π. ἡ ἐνέργεια Iamb. Comm. Math.8. II metaph., ἀνὴρ διπλοῦς, π., i.e. not simple and straightforward, Pl.R.397e.
German (Pape)
[Seite 658] zsgzgn -πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν, vielfach, mannichfaltig, ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden, Plat. Rep. III, 397 e, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλόος: -η, -ον, συνηρ. πλοῦς, ῆ, οῦν, πολλάκις τοσοῦτος, βίος, διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· ὄνομα πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ ἁπλοῦς καὶ εὐθύς, Πλάτ. Πολ. 397Ε.