ἐξοδιάζω
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
A scatter, [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J. 2 pay in full, defray, discharge, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167 (Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8, cf. IG12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).
German (Pape)
[Seite 884] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοδιάζω: διασκορπίζω, Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) ἀποτίνω, πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. αὐτόθι 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. ἔξοδος IV. 3) ἀναλίσκω, δαπανῶ, ἐξοδιάζω ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).