ἐξοδιάζω

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοδιάζω Medium diacritics: ἐξοδιάζω Low diacritics: εξοδιάζω Capitals: ΕΞΟΔΙΑΖΩ
Transliteration A: exodiázō Transliteration B: exodiazō Transliteration C: eksodiazo Beta Code: e)codia/zw

English (LSJ)

A scatter, [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J.
2 pay in full, defray, discharge, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167 (Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8, cf. IG12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).

German (Pape)

[Seite 884] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοδιάζω: διασκορπίζω, Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) ἀποτίνω, πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. αὐτόθι 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. ἔξοδος IV. 3) ἀναλίσκω, δαπανῶ, ἐξοδιάζω ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).

Greek Monolingual

(I)
και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) εξόδιος
ξοδεύω, δαπανώ
μσν.- νεοελλ.
1. υποβάλλω σε έξοδα
2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)
3. ξεπουλώ
4. θυσιάζομαι
5. διασκορπίζω
αρχ.
καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω.
(II)
ἐξοδιάζω) εξόδιος
κηδεύω.