ἐπαλλαγή
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ἡ,
A = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγή, = ἐπιγαμία, Hdt.1.74; τὰς ἐ. τῶν σωμάτων their fitting into one another, Democr. ap. Arist.Fr. 208; crossing, νεύρων Aret.SD1.7. II premium on exchange of currency, PCair.Zen.22.2 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, Verbindung, γάμων, = ἐπιγαμία, Her. 1, 74; im plur., D. Hal. 10, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαλλαγή: ἡ = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγὴν ποιεῖν Ἡρόδ. 1. 74 (ὅμοιον τῷ ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι ἐν 2. 147· πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 60)· ἐφαρμογή, συναρμογὴ πράγματός τινος πρὸς ἕτερον, τὰς ἐπαλλαγάς... τῶν σωμάτων Ἀριστ. Ἀποσπ. 202.